περιπλευμονικῶς

περιπλευμονικῶς
περιπλευμονικός
affected with
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περιπνευμονικός — και περιπλευμονικός ή, όν, Α [περιπνευμονία / περιπλευμονία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιπνευμονία 2. αυτός που πάσχει από περιπνευμονία. επίρρ... περιπνευμονικῶς και περιπλευμονικῶς Α με περιπνευμονία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”